συγκεκλεικέναι

συγκεκλεικέναι
σύν-κλῄζω 1
make famous
perf inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκλείω — ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [κλείω / κλῄω] κλείνω μαζί αρχ. 1. κλείνω μέσα, περικλείω («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ στήθος», Αριστοτ.) 2. περιλαμβάνω («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», Πλούτ.) 3. αποκλείω, φράζω («[ἡ πολεμία] ξυνέκληε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”